- καθαπτής
- καθαπτής, ὁ ἡ καθαπτή, ἡ (Α)πάπ. είδος αγγείου, βάζο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-απτός < καθάπτω «συνάπτω, συνδέω». Είδος σκεύους που έλαβε αυτή την ονομ. επειδή μεταφερόταν με λουριά δεμένα στις λαβές του].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαπτῶν — καθαπτής masc gen pl καθαπτός bound with fem gen pl καθαπτός bound with masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαπτά — καθαπτά̱ , καθαπτής masc nom/voc/acc dual καθαπτής masc voc sg καθαπτής masc nom sg (epic) καθαπτός bound with neut nom/voc/acc pl καθαπτά̱ , καθαπτός bound with fem nom/voc/acc dual καθαπτά̱ , καθαπτός bound with fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροκαθάπτης — ὁ, Α 1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια 2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)] … Dictionary of Greek